- πετεινός
- Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα λοφίο· κοντά στα μάτια έχει σαρκώδεις αποφύσεις (ωτιαίοι δίσκοι) οι οποίες συνεχίζονται με άλλες μακρύτερες κάτω από το ράμφος, και λέγονται κάλλαια. Τα φτερά που κρέμονται από το λαιμό και από το στήθος αποτελούν το μανδύα· τα καλυπτήρια των πτερύγων είναι συνήθως πολύ αναπτυγμένα_ μακριά επίσης είναι τα φτερά της ουράς, που ξεπερνούν τα κωπαία και είναι κυρτωμένα σε σχήμα δρεπανιού_ οι ταρσοί έχουν πλήκτρα ρωμαλέα και αιχμηρά. Τα είδη, όλα ασιατικά, των άγριων π. είναι τέσσερα: ο γκρίζος ή αργυρόχρωμοςπ. της ζούγκλας ή π. ο σονεράτειος (gallus sonnerati) της δυτικής και νότιας Ινδίας, οπ. του Στάνλεϋή π. ο λαφαγέτειος (gallus lafayetti), της Σρι Λάνκα, ο π. της Ιάβαςή ποικιλόχρωμος (gallus varius), που ζει στην Ιάβα και στα γειτονικά νησιά και οπ. μπανκίβαή π. ο χρυσόχρωμος της ζούγκλας (gallus gallus), διαδεδομένος στην ανατολική Ινδία, στη Μαλαισία και στις Φιλιππίνες. Τα 4 αυτά είδη, και προπάντων οπ. μπανκίβακαι οι διασταυρώσεις τους, θεωρούνται οι αρχικοί κορμοί όλων των κατοικίδιων πετεινών.
Ο π. μπανκίβα έχει το κεφάλι και το λαιμό ζωηρά κίτρινα, το πτέρωμα της ράχης καφέ-πορφυρό και στις άκρες του καφέ-κιτρινωπό· το στήθος είναι μαύρο με χρυσοπράσινες αντανακλάσεις· τα κωπαία φτερά είναι μαύρα, ενώ τα μακριά καλυπτήρια της ουράς κίτρινα· το πτέρωμα των πτερύγων είναι σκούρο με τμήματα πιο ανοιχτά· τα μάτια είναι πορτοκαλί, το λειρί κόκκινο και το ράμφος καφετί· τα πόδια έχουν το χρώμα του σχιστόλιθου. Οι διαστάσεις και το πτέρωμα του θηλυκού είναι μικρότερα. Ο π. αυτός ζει κατά αγέλες στα πυκνά δάση των ορεινών περιοχών σε υψόμετρα, γενικά, όχι μεγαλύτερα των 100 και τρέφεται με φρούτα, βλαστούς, σπόρους, σκουλήκια και έντομα. Το άγριο αυτό είδος μπορεί να διασταυρωθεί με μερικές κατοικίδιες φυλές και να δώσει γόνιμα υβρίδια.
Από την αρχαιότητα, ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε και ανάπτυξε την αντιπάθεια που έχουν οι π. μεταξύ τους, εκπαιδεύοντας μερικούς για θεαματική μάχη, η οποία συχνά συνοδευόταν από μεγάλα στοιχήματα μεταξύ των ιδιοκτητών και των θεατών. Οι αιματηρές αυτές μονομαχίες που ήταν πολύ διαδεδομένες σε μερικές χώρες της Ασίας, στην αρχαία Ελλάδα και στη ρωμαϊκή Ιταλία, γίνονται σήμερα, μόνο σε μερικές περιοχές της Ιβηρικής Χερσονήσου, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, της Κίνας και της Ινδονησίας σε διάφορες όμως χώρες οι κοκορομαχίες έχουν απαγορευτεί από καιρό.
Οι π. και οι κότες της ίδιας μ’ αυτούς ράτσας, που εκτρέφονται στα αγροκτήματα, έχουν διαστάσεις, σχήμα τουσώματος, λειρί, λοβούς των αυτιών, κάλλαια και φτέρωμα, διαφορετικό στις διάφορες φυλές και υποφυλές· αυτές διακρίνονται για την εμπορική τους αξία (ρωμαλεότητα και αναπαραγωγική δραστηριότητα, πλεονεκτικά χαρακτηριστικά του π., ικανότητα παραγωγής κρέατος στα καπόνια, παραγωγή αβγών και κρέατος στην κότα). Τα χαρακτηριστικά με τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους οι διάφορες φυλές της κότας είναι ο αριθμός των δαχτύλων των ποδιών, το γενικό σχήμα του σώματος, ο τύπος του λειριού, η παρουσία ή η απουσία φτερών στους ταρσούς, το χρώμα των ωτιαίων δίσκων και το χρώμα του φτερώματος· τα μορφολογικά αυτά χαρακτηριστικά είναι κατά ποικίλους τρόπους συνδεμένα με τα φυσιολογικά και τα εμπορευματολογικά, σχετικά με τη γονιμότητα, συνήθειες επώασης, τάση προς πάχυνση, γεύση, σύσταση του κρέατος και πρώιμη ανάπτυξη.
Είναι γνωστές εβδομήντα περίπου φυλές, πολλές από τις οποίες υποδιαιρούνται σε υποφυλές ή ποικιλίες για το χρώμα του φτερώματος ή για άλλους, λιγότερο εμφανείς, χαρακτήρες. Ανάλογα με τις ιδιότητές τους, π. και κότες, από τις φυλές αυτές, εκτρέφονται για τα αβγά, για το κρέας ή και για τα δυο. Οι γνωστότερες και πιο περιζήτητες φυλές είναι: η Λεγκόρν, που μπορεί να παράγει κατά μέσο όρο 260 αβγά ετησίως· η πιο διαδεδομένη και αποδοτική ποικιλία είναι η λευκή. Για παραγωγή κρέατος προτιμούνται οι γαλλικές Μπρες και Φαβερόλ, η κοχιγκίνα, που προέρχεται από την Κίνα (με κότες 4 κιλών και π. 5 κιλών) και η ιταλική γίγαντας της Πάντοβας (μέσο βάρος 4 κιλά, με μερικά δείγματα που φτάνουν τα 5 κιλά). Πολύ καλές φυλές, όχι μόνο για το άφθονο κρέας, αλλά γενικά και για την ικανοποιητική παραγωγή αβγών, είναι οι ισπανικές Μινόρκα, Καστιλιανή και Καταλονική, η ιταλική Βαλντάρνο, οι αγγλικές Όρπινγκτον και Σάσεξ, η βελγική Μαλίν και οι αμερικανικές Ουάιαντοτ, Νιου Χάμσαϊρ, Ροντ Άιλαντ και Πλίμουθ.
Πετεινός του είδους μπανκίβα (gallus gallus).
Πετεινός λαφαγιέτειος (gallus lafayetti), φημισμένος για τη γευστικότητα της σάρκας του.
Πετεινός του είδους ραβδωτός Πλύμουθ.
Πετεινός Λεγκόρν. Πετεινοί του είδους υπάρχουν και στην Ελλάδα.
Πετεινός Σουνεράτειος (gullus sonnerati) της Δ και Ν Ινδίας.
Πετεινός χρυσόχρους Μπάνταμ, άλλο ένα είδος ασιατικού πετεινού.
* * *ο / πετεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πτηνός, -ή, -όν, ΜΑ, και ποιητ. τ. πετεεινός και πετεηνός και πετηνός, -ή, -όν, Αφρ. «τα πετεινά τού ουρανού» — τα πτηνά, τα πουλιάνεοελλ.1. ο επικρουστήρας τών παλαιών κυνηγετικών και στρατιωτικών πυροβόλων όπλων, αλλ. κόκορας, λύκος ή σφύρα2. η παπαρούνανεοελλ.-μσν.1. το αρσ. ως ουσ. το αρσενικό τών ορνιθόμορφων πτηνών, ο αλέκτωρ, ο κόκοραςμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ πετεινόντο πτηνό, το πουλίαρχ.1. αυτός που έχει φτερά και πετάει, ιπτάμενος (α. «πετηνῶν... ὑπ' οἰωνῶν», Αισχύλ.β. «πετηνοῑς γυψί», Ευρ.γ. «πετεινὸς ἵππος», Μέν.δ. «αἰετός... τελειότατος πετεινῶν», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που μπορεί να πετάξει («πάρος πετεεινά γενέσθαι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πετεινός παράγεται από το ρ. πέτομαι «πετώ». Η μορφή τής λ. θα επέτρεπε την αναγωγή της σε ένα ουδ. *πέτος (με θ. σε -σ-). Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου τ. παραμένει ανεπιβεβαίωτη, μολονότι και τα συνθ. σε -πετής θα μπορούσαν να προέρχονται από τ. *πέτος. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. πετεινός είναι αναλογικός σχηματισμός (πιθ. κατά τα επίθ. ὀρ-εινός, φα-εινός). Ωστόσο, παραμένει άγνωστος ο ακριβής τρόπος παραγωγής τής λ. Ο τ. πετ-ηνός έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πτ-ηνός*, ενώ ο τ. πετεηνός είναι ποιητικός για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.